- κυοφορία
- η беременность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυοφορία — κυοφορίᾱ , κυοφορία fem nom/voc/acc dual κυοφορίᾱ , κυοφορία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυοφορίᾳ — κυοφορίᾱͅ , κυοφορία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυοφορία — η (AM κυοφορία) [κυοφορώ] η κατάσταση τής εγκύου, κύηση, εγκυμοσύνη («τῷ τῆς κυοφορίας βλαστήματι τῷ κόσμῳ τὴν εὐλογίαν ἐξήνθησας», Μηναί.) … Dictionary of Greek
κυοφορία — η κύηση, εγκυμοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυοφορίας — κυοφορίᾱς , κυοφορία fem acc pl κυοφορίᾱς , κυοφορία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυοφορίαι — κυοφορίᾱͅ , κυοφορία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυοφορίαν — κυοφορίᾱν , κυοφορία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυοφοριῶν — κυοφορία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυοφορίαις — κυοφορία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυοφορικός — κυοφορικός, ή, όν (Α) [κυοφορία] αυτός που αναφέρεται στην κυοφορία … Dictionary of Greek
συλληπτικός — ή, όν, ΜΑ [συλλαμβάνω] 1. γραμμ. περιληπτικός («συλληπτικὰ ὀνόματα», Ευστ.) 2. περιεκτικός 3. αυτός που συντελεί στη σύλληψη τού εμβρύου, στην κυοφορία («ὑποθυμιάματα συλληπτικά», Αέτ.) αρχ. 1. αυτός που είναι ικανός για σύλληψη, για κυοφορία… … Dictionary of Greek